κουρελόχαρτο

κουρελόχαρτο
το
1. σχισμένο ή τσαλακωμένο χαρτί
2. χαρτονόμισμα ή έγγραφο χωρίς καμιά αξία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κουρελόχαρτο — το 1. σκισμένο χαρτί, χαρτί κουρελιασμένο. 2. μτφ., έγγραφο χωρίς καμιά αξία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κωλοσφούγγι — το 1. μέσο και ιδίως χαρτί με το οποίο καθαρίζει κάποιος τον πρωκτό του 2. κάθε χαρτί ή έγγραφο που δεν έχει καμιά αξία, κουρελόχαρτο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”